- δαντελένιος, -ια, -ιο
- 1. φτιαγμένος από δαντέλα ή στολισμένος με δαντέλα: Δαντελένιο τραπεζομάντιλο.2. πολύ λεπτός, ντελικάτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νταντελένιος — α, ο βλ. δαντελένιος … Dictionary of Greek
δαντελωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. δαντελένιος. 2. μτφ., αυτός που έχει περίγραμμα όμοιο με δαντέλα: H Ελλάδα είναι φημισμένη για τις δαντελωτές ακρογιαλιές της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)